μηλόχορτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μηλόχορτο | τα | μηλόχορτα |
| γενική | του | μηλόχορτου | των | μηλόχορτων |
| αιτιατική | το | μηλόχορτο | τα | μηλόχορτα |
| κλητική | μηλόχορτο | μηλόχορτα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μηλόχορτο ουδέτερο
- (φυτό), (λαϊκότροπο) κοινή ονομασία του φυτού - βοτάνου "υοσκύαμος ο μέλας" (hyoskyamus niger), γνωστό από την αρχαιότητα
- το μηλόχορτο απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, οι ουσίες που περιέχει σε μεγάλη δόση το καθιστούν δηλητηριώδες, και η βαθιά ακόμα όσφρηση των δύσοσμων πρασινοκίτρινων ανθών του προκαλεί ίλιγγο.
Μεταφράσεις
μηλόχορτο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.