μηλοσαλάτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηλοσαλάτα οι μηλοσαλάτες
      γενική της μηλοσαλάτας των μηλοσαλατών
    αιτιατική τη μηλοσαλάτα τις μηλοσαλάτες
     κλητική μηλοσαλάτα μηλοσαλάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηλοσαλάτα < μήλο + σαλάτα

Ουσιαστικό

μηλοσαλάτα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.