μηλοπούρναρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηλοπούρναρο τα μηλοπούρναρα
      γενική του μηλοπούρναρου
& μηλοπουρνάρου
των μηλοπούρναρων
& μηλοπουρνάρων
    αιτιατική το μηλοπούρναρο τα μηλοπούρναρα
     κλητική μηλοπούρναρο μηλοπούρναρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηλοπούρναρο < μήλο + πουρνάρι

Ουσιαστικό

μηλοπούρναρο ουδέτερο

  1. (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού - θάμνου "ελαιόπρινος ο οξύφυλλος", οι δηλητηριώδεις καρποί του μοιάζουν με πολύ μικρά κόκκινα μήλα.
    το μηλοπούρναρο είναι περισσότερο γνωστό με το όνομα "γκυ" ή "ου" τα φύλλα του οποίου χρησιμοποιούνται σε χριστουγεννιάτικες διακοσμήσεις.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.