μετεωροφέναξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| μετεωροφενᾰκ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | μετεωροφέναξ | οἱ | μετεωροφένακες | |
| γενική | τοῦ | μετεωροφένακος | τῶν | μετεωροφενάκων | |
| δοτική | τῷ | μετεωροφένακῐ | τοῖς | μετεωροφέναξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | μετεωροφένακᾰ | τοὺς | μετεωροφένακᾰς | |
| κλητική ὦ! | μετεωροφέναξ | μετεωροφένακες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μετεωροφένακε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | μετεωροφενάκοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- μετεωροφέναξ < μετεωρο- + φέναξ
Ουσιαστικό
μετεωροφέναξ αρσενικό
- (σπάνιο) που εξαπατά με αστρολογικές σοφιστείες
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 333 (333-334)
- ἄνδρας μετεωροφένακας | οὐδὲν δρῶντας βόσκουσ᾽ ἀργούς, ὅτι ταύτας μουσοποιοῦσιν.
- αστρολόγους αγύρτες, | χασομέρηδες δίχως δουλειά ή προκοπή, επειδή γράφουν ύμνους για δαύτες.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἄνδρας μετεωροφένακας | οὐδὲν δρῶντας βόσκουσ᾽ ἀργούς, ὅτι ταύτας μουσοποιοῦσιν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 333 (333-334)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μετεωρολόγος και μετέωρος
Πηγές
- μετεωροφέναξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μετεωροφέναξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.