μετεξέταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετεξέταση | οι | μετεξετάσεις |
| γενική | της | μετεξέτασης* | των | μετεξετάσεων |
| αιτιατική | τη | μετεξέταση | τις | μετεξετάσεις |
| κλητική | μετεξέταση | μετεξετάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μετεξετάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετεξέταση < μετεξετάζω + -ση
Μεταφράσεις
μετεξέταση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.