μετενσωματώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μετενσωματώνω < ελληνιστική κοινή μετενσωματόομαι / μετενσωματοῦμαι + -ώνω < μετ- + εν- + αρχαία ελληνική σῶμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μετενσωματώνω | μετενσωμάτωνα | θα μετενσωματώνω | να μετενσωματώνω | μετενσωματώνοντας | |
| β' ενικ. | μετενσωματώνεις | μετενσωμάτωνες | θα μετενσωματώνεις | να μετενσωματώνεις | μετενσωμάτωνε | |
| γ' ενικ. | μετενσωματώνει | μετενσωμάτωνε | θα μετενσωματώνει | να μετενσωματώνει | ||
| α' πληθ. | μετενσωματώνουμε | μετενσωματώναμε | θα μετενσωματώνουμε | να μετενσωματώνουμε | ||
| β' πληθ. | μετενσωματώνετε | μετενσωματώνατε | θα μετενσωματώνετε | να μετενσωματώνετε | μετενσωματώνετε | |
| γ' πληθ. | μετενσωματώνουν(ε) | μετενσωμάτωναν μετενσωματώναν(ε) |
θα μετενσωματώνουν(ε) | να μετενσωματώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μετενσωμάτωσα | θα μετενσωματώσω | να μετενσωματώσω | μετενσωματώσει | ||
| β' ενικ. | μετενσωμάτωσες | θα μετενσωματώσεις | να μετενσωματώσεις | μετενσωμάτωσε | ||
| γ' ενικ. | μετενσωμάτωσε | θα μετενσωματώσει | να μετενσωματώσει | |||
| α' πληθ. | μετενσωματώσαμε | θα μετενσωματώσουμε | να μετενσωματώσουμε | |||
| β' πληθ. | μετενσωματώσατε | θα μετενσωματώσετε | να μετενσωματώσετε | μετενσωματώστε | ||
| γ' πληθ. | μετενσωμάτωσαν μετενσωματώσαν(ε) |
θα μετενσωματώσουν(ε) | να μετενσωματώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μετενσωματώσει | είχα μετενσωματώσει | θα έχω μετενσωματώσει | να έχω μετενσωματώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μετενσωματώσει | είχες μετενσωματώσει | θα έχεις μετενσωματώσει | να έχεις μετενσωματώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μετενσωματώσει | είχε μετενσωματώσει | θα έχει μετενσωματώσει | να έχει μετενσωματώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μετενσωματώσει | είχαμε μετενσωματώσει | θα έχουμε μετενσωματώσει | να έχουμε μετενσωματώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μετενσωματώσει | είχατε μετενσωματώσει | θα έχετε μετενσωματώσει | να έχετε μετενσωματώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μετενσωματώσει | είχαν μετενσωματώσει | θα έχουν μετενσωματώσει | να έχουν μετενσωματώσει |
| |
Μεταφράσεις
μετενσωματώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.