μετενσωματώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μετενσωματώνομαι < ελληνιστική κοινή μετενσωματόομαι / μετενσωματοῦμαι + -ώνομαι < μετ- + εν- + αρχαία ελληνική σῶμα

Ρήμα

μετενσωματώνομαι (αποθετικό)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.