μεταστέγαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταστέγαση | οι | μεταστεγάσεις |
| γενική | της | μεταστέγασης* | των | μεταστεγάσεων |
| αιτιατική | τη | μεταστέγαση | τις | μεταστεγάσεις |
| κλητική | μεταστέγαση | μεταστεγάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεταστεγάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταστέγαση < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
μεταστέγαση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.