μετασκευάστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετασκευάστρια οι μετασκευάστριες
      γενική της μετασκευάστριας των μετασκευαστριών
    αιτιατική τη μετασκευάστρια τις μετασκευάστριες
     κλητική μετασκευάστρια μετασκευάστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετασκευάστρια < μετασκευαστής + κατάληξη θηλυκού -τρια

Ουσιαστικό

μετασκευάστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.