μεταξοϋφαντουργία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταξοϋφαντουργία | οι | μεταξοϋφαντουργίες |
| γενική | της | μεταξοϋφαντουργίας | των | μεταξοϋφαντουργιών |
| αιτιατική | τη | μεταξοϋφαντουργία | τις | μεταξοϋφαντουργίες |
| κλητική | μεταξοϋφαντουργία | μεταξοϋφαντουργίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μεταξοϋφαντουργία θηλυκό
- μονάδα παραγωγής υφαντών από μετάξι
- ο τομέας παραγωγής υφαντών από μετάξι
Μεταφράσεις
μεταξοϋφαντουργία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.