μετακύλιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετακύλιση οι μετακυλίσεις
      γενική της μετακύλισης* των μετακυλίσεων
    αιτιατική τη μετακύλιση τις μετακυλίσεις
     κλητική μετακύλιση μετακυλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετακυλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετακύλιση < μετακυλίω + -ση

Ουσιαστικό

μετακύλιση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.