μεταγραφοφύλακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταγραφοφύλακας οι μεταγραφοφύλακες
      γενική του μεταγραφοφύλακα των μεταγραφοφυλάκων
    αιτιατική τον μεταγραφοφύλακα τους μεταγραφοφύλακες
     κλητική μεταγραφοφύλακα μεταγραφοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταγραφοφύλακας < (καθαρεύουσα) μεταγραφοφύλαξ (< μεταγραφή + μεταγραφ(ή) + -ο- + -φύλακας, κατά το υποθηκοφύλακας)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

μεταγραφοφύλακας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.