μεταγλώσσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταγλώσσα | οι | μεταγλώσσες |
| γενική | της | μεταγλώσσας | των | μεταγλωσσών |
| αιτιατική | τη | μεταγλώσσα | τις | μεταγλώσσες |
| κλητική | μεταγλώσσα | μεταγλώσσες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μεταγλώσσα θηλυκό
- (γλωσσολογία) το σύνολο των όρων που δημιουργήθηκαν για να περιγράψουν τη γλώσσα
- (πληροφορική) η γλώσσα που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε μια γλώσσα προγραμματισμού
Μεταφράσεις
μεταγλώσσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.