μεσοστύλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεσοστύλιο τα μεσοστύλια
      γενική του μεσοστυλίου
& μεσοστύλιου
των μεσοστυλίων
    αιτιατική το μεσοστύλιο τα μεσοστύλια
     κλητική μεσοστύλιο μεσοστύλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεσοστύλιο < ελληνιστική κοινή μεσοστύλιον

Ουσιαστικό

μεσοστύλιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.