μεσοστύλιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| μεσοστῡλιο- | ||||||||
| ονομαστική | τὸ | μεσοστύλιον | τὰ | μεσοστύλιᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | μεσοστυλίου | τῶν | μεσοστυλίων | ||||
| δοτική | τῷ | μεσοστυλίῳ | τοῖς | μεσοστυλίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | μεσοστύλιον | τὰ | μεσοστύλιᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | μεσοστύλιον | μεσοστύλιᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεσοστυλίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | μεσοστυλίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ουσιαστικό
μεσοστύλιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (αρχιτεκτονική) το μεσοστύλιο
- άλλες μορφές: μεσόστυλον
Πηγές
- μεσοστύλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.