μεσάζοντας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεσάζοντας | οι | μεσάζοντες |
| γενική | του | μεσάζοντα | των | μεσαζόντων |
| αιτιατική | τον | μεσάζοντα | τους | μεσάζοντες |
| κλητική | μεσάζοντα | μεσάζοντες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεσάζοντας < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.