μερλούκιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μερλούκιος οι μερλούκιοι
      γενική του μερλούκιου των μερλούκιων
    αιτιατική τον μερλούκιο τους μερλούκιους
     κλητική μερλούκιε μερλούκιοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μερλούκιος (Merluccius merluccius)

Ετυμολογία

μερλούκιος < μεσαιωνική λατινική merlucius < λατινική merula < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ams- (μαύρος, μαυροπούλι)

Ουσιαστικό

μερλούκιος αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.