μεμέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεμέτης | οι | μεμέτηδες |
| γενική | του | μεμέτη | των | μεμέτηδων |
| αιτιατική | τον | μεμέτη | τους | μεμέτηδες |
| κλητική | μεμέτη | μεμέτηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈme.tis/
Σημειώσεις
- απαντά και ο μειωτικός / ειρωνικός πληθυντικός μεμέτια
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Μωάμεθ
Μεταφράσεις
μεμέτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.