μελοποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μελοποιία οι μελοποιίες
      γενική της μελοποιίας των μελοποιιών
    αιτιατική τη μελοποιία τις μελοποιίες
     κλητική μελοποιία μελοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μελοποιία < μέλ(ος) + -ο- + -ποιία

Ουσιαστικό

μελοποιία θηλυκό

  • η σύνθεση λυρικών ποιημάτων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.