μελισσοτροφείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μελισσοτροφείο τα μελισσοτροφεία
      γενική του μελισσοτροφείου των μελισσοτροφείων
    αιτιατική το μελισσοτροφείο τα μελισσοτροφεία
     κλητική μελισσοτροφείο μελισσοτροφεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μελισσοτροφείο < μελισσοτρόφος + -είο / μέλισσ(α) + -ο- + -τροφείο

Ουσιαστικό

μελισσοτροφείο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.