μελανισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μελανισμός οι μελανισμοί
      γενική του μελανισμού των μελανισμών
    αιτιατική τον μελανισμό τους μελανισμούς
     κλητική μελανισμέ μελανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μελανισμός < μελανίνη + -ισμός

Ουσιαστικό

μελανισμός αρσενικό

  • (βιολογία): υπερβολική παραγωγή μελανίνης με συνέπεια το μαύρισμα που παρατηρείται σε δέρμα, πτέρωμα και λέπια.

  • βιομηχανικός μελανισμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.