μελία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μελί αἱ μελίαι
      γενική τῆς μελίᾱς τῶν μελιῶν
      δοτική τῇ μελί ταῖς μελίαις
    αιτιατική τὴν μελίᾱν τὰς μελίᾱς
     κλητική ! μελί μελίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μελί
γεν-δοτ τοῖν  μελίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μελία < άγνωστης ετυμολογίας, ίσως από το μέλι λόγω του χρώματος του κορμού

Ουσιαστικό

μελία, -ας

  1. (δέντρο) η μελιά ή το φράξο
  2. ασπίδα, ρόπαλο, δόρυ από ξύλο μελίας
  3.  δείτε τη λέξη Μελίαι, κύριο όνομα στον πληθυντικό, οι νύμφες των μελιών

  • ιωνικός τύπος: μελίη

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.