μελέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μελέ < γαλλική mêlée < δημώδης λατινική *misculāta < *misculō < λατινική misceo
Ουσιαστικό
μελέ ουδέτερο άκλιτο
- (αργκό) η συμπλοκή, η ανακατωσούρα, το μπάχαλο, το νταβαντούρι, η φάση
-
Μελέ στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
μελέ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.