μεθύστρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεθύστρα οι μεθύστρες
      γενική της μεθύστρας
    αιτιατική τη μεθύστρα τις μεθύστρες
     κλητική μεθύστρα μεθύστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεθύστρα < μεθυστής + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό

μεθύστρα θηλυκό

  1. (σπάνιο) μπεκρού
  2. (σπάνιο) μεθυστική

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.