μεγαλύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεγαλύνομαι | μεγαλυνόμουν(α) | θα μεγαλύνομαι | να μεγαλύνομαι | ||
| β' ενικ. | μεγαλύνεσαι | μεγαλυνόσουν(α) | θα μεγαλύνεσαι | να μεγαλύνεσαι | (μεγαλύνου) | |
| γ' ενικ. | μεγαλύνεται | μεγαλυνόταν(ε) | θα μεγαλύνεται | να μεγαλύνεται | ||
| α' πληθ. | μεγαλυνόμαστε | μεγαλυνόμαστε μεγαλυνόμασταν |
θα μεγαλυνόμαστε | να μεγαλυνόμαστε | ||
| β' πληθ. | μεγαλύνεστε | μεγαλυνόσαστε μεγαλυνόσασταν |
θα μεγαλύνεστε | να μεγαλύνεστε | (μεγαλύνεστε) | |
| γ' πληθ. | μεγαλύνονται | μεγαλύνονταν μεγαλυνόντουσαν |
θα μεγαλύνονται | να μεγαλύνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεγαλύνθηκα | θα μεγαλυνθώ | να μεγαλυνθώ | μεγαλυνθεί | ||
| β' ενικ. | μεγαλύνθηκες | θα μεγαλυνθείς | να μεγαλυνθείς | μεγαλύνσου | ||
| γ' ενικ. | μεγαλύνθηκε | θα μεγαλυνθεί | να μεγαλυνθεί | |||
| α' πληθ. | μεγαλυνθήκαμε | θα μεγαλυνθούμε | να μεγαλυνθούμε | |||
| β' πληθ. | μεγαλυνθήκατε | θα μεγαλυνθείτε | να μεγαλυνθείτε | μεγαλυνθείτε | ||
| γ' πληθ. | μεγαλύνθηκαν μεγαλυνθήκαν(ε) |
θα μεγαλυνθούν(ε) | να μεγαλυνθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μεγαλυνθεί | είχα μεγαλυνθεί | θα έχω μεγαλυνθεί | να έχω μεγαλυνθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις μεγαλυνθεί | είχες μεγαλυνθεί | θα έχεις μεγαλυνθεί | να έχεις μεγαλυνθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μεγαλυνθεί | είχε μεγαλυνθεί | θα έχει μεγαλυνθεί | να έχει μεγαλυνθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεγαλυνθεί | είχαμε μεγαλυνθεί | θα έχουμε μεγαλυνθεί | να έχουμε μεγαλυνθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μεγαλυνθεί | είχατε μεγαλυνθεί | θα έχετε μεγαλυνθεί | να έχετε μεγαλυνθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεγαλυνθεί | είχαν μεγαλυνθεί | θα έχουν μεγαλυνθεί | να έχουν μεγαλυνθεί | ||
Μεταφράσεις
μεγαλύνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.