μεγαλοεφοπλιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεγαλοεφοπλιστής | οι | μεγαλοεφοπλιστές |
| γενική | του | μεγαλοεφοπλιστή | των | μεγαλοεφοπλιστών |
| αιτιατική | τον | μεγαλοεφοπλιστή | τους | μεγαλοεφοπλιστές |
| κλητική | μεγαλοεφοπλιστή | μεγαλοεφοπλιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεγαλοεφοπλιστής < μεγαλο- + εφοπλιστής < αρχαία ελληνική ἐφοπλίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ɣa.lo.e.fo.pliˈstis/
Μεταφράσεις
μεγαλοεφοπλιστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.