μεγαλοαστισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγαλοαστισμός οι μεγαλοαστισμοί
      γενική του μεγαλοαστισμού των μεγαλοαστισμών
    αιτιατική τον μεγαλοαστισμό τους μεγαλοαστισμούς
     κλητική μεγαλοαστισμέ μεγαλοαστισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγαλοαστισμός < μεγαλοαστός + -ισμός

Ουσιαστικό

μεγαλοαστισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.