μεγαλοαστή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεγαλοαστή | οι | μεγαλοαστές |
| γενική | της | μεγαλοαστής | των | μεγαλοαστών |
| αιτιατική | τη | μεγαλοαστή | τις | μεγαλοαστές |
| κλητική | μεγαλοαστή | μεγαλοαστές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεγαλοαστή < μεγαλοαστός + -ή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.