μαυροθαλασσίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαυροθαλασσίτης οι μαυροθαλασσίτες
      γενική του μαυροθαλασσίτη των μαυροθαλασσιτών
    αιτιατική τον μαυροθαλασσίτη τους μαυροθαλασσίτες
     κλητική μαυροθαλασσίτη μαυροθαλασσίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαυροθαλασσίτης (παρασύνθετο) < Μαύρη Θάλασσα: μαυρο- + θάλασσ(α) + -ίτης

Ουσιαστικό

μαυροθαλασσίτης αρσενικό (θηλυκό μαυροθαλασσίτισσα)

Συγγενικά

  • ασπροθαλασσίτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.