ματαιολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ματαιολογία | οι | ματαιολογίες |
| γενική | της | ματαιολογίας | των | ματαιολογιών |
| αιτιατική | τη | ματαιολογία | τις | ματαιολογίες |
| κλητική | ματαιολογία | ματαιολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ματαιολογία < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.