μαστοράντζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαστοράντζα οι μαστοράντζες
      γενική της μαστοράντζας
    αιτιατική τη μαστοράντζα τις μαστοράντζες
     κλητική μαστοράντζα μαστοράντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαστοράντζα < μαστόροι + -άντζα

Ουσιαστικό

μαστοράντζα θηλυκό

  1. το σύνολο των εργατών που αναλαμβάνουν μια εργασία
    Δεν μπορώ να έρθω αύριο για καφεδάκι, επειδή έχω στο σπίτι μαστοράντζα
  2. ο κλάδος των μαστόρων άλλοτε τιμητικά (οι ειδικοί, οι άριστοι τεχνίτες) και άλλοτε μειωτικά
    Κοίτα να βρεις καλύτερο γαμπρό, αυτός είναι μαστοράντζα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.