μαστοράντζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαστοράντζα | οι | μαστοράντζες |
| γενική | της | μαστοράντζας | — | |
| αιτιατική | τη | μαστοράντζα | τις | μαστοράντζες |
| κλητική | μαστοράντζα | μαστοράντζες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαστοράντζα < μαστόροι + -άντζα
Ουσιαστικό
μαστοράντζα θηλυκό
- το σύνολο των εργατών που αναλαμβάνουν μια εργασία
- Δεν μπορώ να έρθω αύριο για καφεδάκι, επειδή έχω στο σπίτι μαστοράντζα
- ο κλάδος των μαστόρων άλλοτε τιμητικά (οι ειδικοί, οι άριστοι τεχνίτες) και άλλοτε μειωτικά
- Κοίτα να βρεις καλύτερο γαμπρό, αυτός είναι μαστοράντζα
Μεταφράσεις
μαστοράντζα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.