μαστεκτομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαστεκτομή οι μαστεκτομές
      γενική της μαστεκτομής των μαστεκτομών
    αιτιατική τη μαστεκτομή τις μαστεκτομές
     κλητική μαστεκτομή μαστεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαστεκτομή < μαστός και εκτομή

Ουσιαστικό

μαστεκτομή θηλυκό

  • χειρουργική επέμβαση στο μαστό για εκτομή ιστών είτε για προληπτικούς λόγους είτε επειδή πολλά κύτταρά τους έχουν ήδη εξαλλαχθεί σε καρκινικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.