μασητήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μασητήρας | οι | μασητήρες |
| γενική | του | μασητήρα | των | μασητήρων |
| αιτιατική | τον | μασητήρα | τους | μασητήρες |
| κλητική | μασητήρα | μασητήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.
Ετυμολογία
- μασητήρας < αρχαία ελληνική μασητήρ
Ουσιαστικό
μασητήρας αρσενικό
- οι δύο μυώνες με τους οποίους καθίσταται δυνατή η μάσηση
- μασητήρες μυες (αλλά το μύες παραλειπόταν συχνά ωε ευκόλως εννοούμενο και ο μασητήρας ουσιαστικοποιήθηκε)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.