μαρμαροκολόνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαρμαροκολόνα | οι | μαρμαροκολόνες |
| γενική | της | μαρμαροκολόνας | των | μαρμαροκολονών |
| αιτιατική | τη | μαρμαροκολόνα | τις | μαρμαροκολόνες |
| κλητική | μαρμαροκολόνα | μαρμαροκολόνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μαρμαροκολόνα θηλυκό
- κολόνα από μάρμαρο
- (μεταφορικά) όμορφη γυναίκα με ωραίο παράστημα
- (μεταφορικά) κάποιος που στέκεται τελείως ακίνητος
Μεταφράσεις
μαρμαροκολόνα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.