μαρμαροκολόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαρμαροκολόνα οι μαρμαροκολόνες
      γενική της μαρμαροκολόνας των μαρμαροκολονών
    αιτιατική τη μαρμαροκολόνα τις μαρμαροκολόνες
     κλητική μαρμαροκολόνα μαρμαροκολόνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαρμαροκολόνα < μάρμαρο + κολόνα

Ουσιαστικό

μαρμαροκολόνα θηλυκό

  1. κολόνα από μάρμαρο
  2. (μεταφορικά) όμορφη γυναίκα με ωραίο παράστημα
  3. (μεταφορικά) κάποιος που στέκεται τελείως ακίνητος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.