μαρμαροθέτημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαρμαροθέτημα τα μαρμαροθετήματα
      γενική του μαρμαροθετήματος των μαρμαροθετημάτων
    αιτιατική το μαρμαροθέτημα τα μαρμαροθετήματα
     κλητική μαρμαροθέτημα μαρμαροθετήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαρμαροθέτημα < μάρμαρο + -ο- + θέτω + -ημα

Ουσιαστικό

μαρμαροθέτημα ουδέτερο

  1. η καλυμμένη με μαρμάρινες πλάκες σε διάφορους σχηματισμούς και σχέδια επιφάνεια (τοίχου, δαπέδου κ.λπ.)
  2. (λόγιο) μωσαϊκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.