μαρμάρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαρμάρωμα τα μαρμαρώματα
      γενική του μαρμαρώματος των μαρμαρωμάτων
    αιτιατική το μαρμάρωμα τα μαρμαρώματα
     κλητική μαρμάρωμα μαρμαρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαρμάρωμα < μαρμαρώ(νω) + -μα

Ουσιαστικό

μαρμάρωμα ουδέτερο

  1. το αποτέλεσμα του ρήματος μαρμαρώνω, η κατάσταση στην οποία κάποιος γίνεται σαν άγαλμα, σαν από μάρμαρο
    Στο παραμύθι στοιχεία παράδοξα (το μαρμάρωμα, το μαγικό φιλί) έχουν μια δική τους ψυχολογική ερμηνεία
    Το μαρμάρωμα των ημίαιμων στο Χάρι Πότερ
  2. (οικοδομική) το τελευταίο χέρι του σοβατζή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.