μαρκίζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαρκίζα | οι | μαρκίζες |
| γενική | της | μαρκίζας | — | |
| αιτιατική | τη | μαρκίζα | τις | μαρκίζες |
| κλητική | μαρκίζα | μαρκίζες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαρκίζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική marquise + -α
Ουσιαστικό
μαρκίζα θηλυκό
- προεξοχή στέγης, γείσο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.