μαριονετίστας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαριονετίστας | οι | μαριονετίστες |
| γενική | του | μαριονετίστα | των | μαριονετιστών |
| αιτιατική | τον | μαριονετίστα | τους | μαριονετίστες |
| κλητική | μαριονετίστα | μαριονετίστες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαριονετίστας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μαριονετίστας ουδέτερο
- (επάγγελμα) αυτός που χειρίζεται κούκλες, που παίζει σε κουκλοθέατρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.