μαξιμαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαξιμαλισμός | οι | μαξιμαλισμοί |
| γενική | του | μαξιμαλισμού | των | μαξιμαλισμών |
| αιτιατική | τον | μαξιμαλισμό | τους | μαξιμαλισμούς |
| κλητική | μαξιμαλισμέ | μαξιμαλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαξιμαλισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική maximalisme[1]
Ουσιαστικό
μαξιμαλισμός αρσενικό
- η επιδίωξη του μέγιστου, πολύ μεγάλων στόχων που δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν
- πολιτικό ρεύμα της ιταλικής αριστεράς τη δεκαετία του 1920
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μαξιμαλισμός
- μαξιμαλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.