μαξιμαλίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαξιμαλίστρια | οι | μαξιμαλίστριες |
| γενική | της | μαξιμαλίστριας | των | μαξιμαλιστριών |
| αιτιατική | τη | μαξιμαλίστρια | τις | μαξιμαλίστριες |
| κλητική | μαξιμαλίστρια | μαξιμαλίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαξιμαλίστρια < μαξιμαλιστής + -τρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.