μαξιλάρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαξιλάρωμα τα μαξιλαρώματα
      γενική του μαξιλαρώματος των μαξιλαρωμάτων
    αιτιατική το μαξιλάρωμα τα μαξιλαρώματα
     κλητική μαξιλάρωμα μαξιλαρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαξιλάρωμα < μαξιλαρώ(νω) + -μα

Ουσιαστικό

μαξιλάρωμα ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) το πέταγμα στη σκηνή θεάτρου των μαξιλαριών που υπήρχαν στα καθίσματα των θεατών όταν δεν τους άρεσαν οι καλλιτέχνες ή το έργο
  2. μαξιλαροπόλεμος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.