μαξιλάρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαξιλάρωμα | τα | μαξιλαρώματα |
| γενική | του | μαξιλαρώματος | των | μαξιλαρωμάτων |
| αιτιατική | το | μαξιλάρωμα | τα | μαξιλαρώματα |
| κλητική | μαξιλάρωμα | μαξιλαρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαξιλάρωμα < μαξιλαρώ(νω) + -μα
Ουσιαστικό
μαξιλάρωμα ουδέτερο
- (παρωχημένο) το πέταγμα στη σκηνή θεάτρου των μαξιλαριών που υπήρχαν στα καθίσματα των θεατών όταν δεν τους άρεσαν οι καλλιτέχνες ή το έργο
- μαξιλαροπόλεμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.