μαξιλαρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαξιλαρώνω < μαξιλλαρώνω < μεσαιωνική ελληνική μαξιλλάριον (από το λατινικό maxillar)

Ρήμα

μαξιλαρώνω

  1. πετάω μαξιλάρια σε ένδειξη αποδοκιμασίας καλλιτεχνών (η έννοια αυτή γεννήθηκε το 1882, όταν προστέθηκαν για πρώτη φορά μαξιλάρια στα καθίσματα των θερινών θεατρικών σκηνών και πέθανε γύρω στο 1900 όταν καταργήθηκαν τα μαξιλάρια στα θέατρα)
  2. κάνω μαξιλαροπόλεμο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.