μαντζάνα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαντζάνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαντζάνα

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαντζάνα οι μαντζάνες
      γενική της μαντζάνας
    αιτιατική τη μαντζάνα τις μαντζάνες
     κλητική μαντζάνα μαντζάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

μαντζάνα θηλυκό

  • (ιδιωματικό) η μελιτζάνα
      Μαντζάνα ψημέν', κουπανισμέν' και βρασμέν' με γάλα είναι γιατρικό για να μείν' η γυναίκα έγκυα
    Γιατροσόφι από την περιοχή της Ηρακλειάς της Αν. Θράκης (σημερινό Marmaraereğlisi), στο: Ελπινίκη Σαραντή, «Από τα φυτά της Θράκης», Θρακικά 20 (1944), σ. 45.

Πηγές

  • ματζάνα -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

μαντζάνα θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.