μανιχαϊσμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μανιχαϊσμός οι μανιχαϊσμοί
      γενική του μανιχαϊσμού των μανιχαϊσμών
    αιτιατική τον μανιχαϊσμό τους μανιχαϊσμούς
     κλητική μανιχαϊσμέ μανιχαϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μανιχαϊσμός < ελληνιστική κοινή Μανιχαϊσμός < Μανιχαῖος / Μάνης

Ουσιαστικό

μανιχαϊσμός αρσενικό

  1. (θρησκεία) θρησκεία που ιδρύθηκε τον 3ο αι. μ.X. και βασίζεται στη ζωροαστρική ιδέα της διαρκούς σύγκρουσης μεταξύ καλού και κακού μέσα από τα δύο ανταγωνιστικά στοιχεία, του φωτός και του σκότους. Στηρίχτηκε στο χριστιανισμό, στον βουδισμό και σε ορισμένες άλλες θρησκείες ανατολικών λαών.
  2. κάθε δυϊστική θεωρία ή άποψη που δέχεται ότι δεν υπάρχει παρά μόνο το καλό ή το κακό.
  3. η διαρκής σύγκρουση αντιπάλων πλευρών
    ηθικός μανιχαϊσμός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.