μαμμόθρεπτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μαμμόθρεπτος | τὸ | μαμμόθρεπτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | μαμμοθρέπτου | τοῦ | μαμμοθρέπτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | μαμμοθρέπτῳ | τῷ | μαμμοθρέπτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μαμμόθρεπτον | τὸ | μαμμόθρεπτον | ||
| κλητική ὦ! | μαμμόθρεπτε | μαμμόθρεπτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | μαμμόθρεπτοι | τὰ | μαμμόθρεπτᾰ | ||
| γενική | τῶν | μαμμοθρέπτων | τῶν | μαμμοθρέπτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | μαμμοθρέπτοις | τοῖς | μαμμοθρέπτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | μαμμοθρέπτους | τὰ | μαμμόθρεπτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | μαμμόθρεπτοι | μαμμόθρεπτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαμμοθρέπτω | τὼ | μαμμοθρέπτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μαμμοθρέπτοιν | τοῖν | μαμμοθρέπτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- νέα ελληνικά: μαμόθρεφτος με διαφορετική σημασία
Πηγές
- μαμμόθρεπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.