μαλαϊκά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | μαλαϊκά | ||
| γενική | των | μαλαϊκών | ||
| αιτιατική | τα | μαλαϊκά | ||
| κλητική | μαλαϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαλαϊκά < από το επίθετο μαλαϊκός, στον πληθυντικό του ουδέτερου.
Ουσιαστικό
μαλαϊκά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.