μακρογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακρογραφία οι μακρογραφίες
      γενική της μακρογραφίας των μακρογραφιών
    αιτιατική τη μακρογραφία τις μακρογραφίες
     κλητική μακρογραφία μακρογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el

μακρο- + -γραφία < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: macrography

Ουσιαστικό

θηλυκό

  1. η όψη πράγματος ή έμβιου όντος μέσω παρατήρησης με γυμνό οφθαλμό
  2. η μακροσκοπική όψη/επισκόπηση
  3. πλήρης μορφή λέξης, μη συντμημένη λέξη
  4. μεγάλο κείμενο, συχνά βαρετό ή αχρείαστα μεγάλο

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.