μακιγιέρ

Νέα ελληνικά (el)

Μακιγιέρ την ώρα της δουλειάς.

Ετυμολογία

μακιγιέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική maquilleur

Ουσιαστικό

μακιγιέρ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό μακιγιέζ)

  • (κοσμετολογία, επάγγελμα) ο ειδικός στο μακιγιάζ

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη μακιγιάζ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.