μαθών

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μαθών μαθοῦσ τὸ μαθόν
      γενική τοῦ μαθόντος τῆς μαθούσης τοῦ μαθόντος
      δοτική τῷ μαθόντ τῇ μαθούσ τῷ μαθόντ
    αιτιατική τὸν μαθόντ τὴν μαθούσᾰν τὸ μαθόν
     κλητική ! μαθών μαθοῦσ μαθόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μαθόντες αἱ μαθοῦσαι τὰ μαθόντ
      γενική τῶν μαθόντων τῶν μαθουσῶν τῶν μαθόντων
      δοτική τοῖς μαθοῦσῐ(ν) ταῖς μαθούσαις τοῖς μαθοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς μαθόντᾰς τὰς μαθούσᾱς τὰ μαθόντ
     κλητική ! μαθόντες μαθοῦσαι μαθόντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μαθόντε τὼ μαθούσ τὼ μαθόντε
      γεν-δοτ τοῖν μαθόντοιν τοῖν μαθούσαιν τοῖν μαθόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'φυγών' όπως «φυγών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

μαθών, μαθοῦσα, μαθόν

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.