bei
Γερμανικά
(de)
Προφορά
ⓘ
Πρόθεση
bei
(de)
(
+ δοτική
)
σε
, στο
σπίτι
κάποιου, στην
κατοικία
ή στον τόπο εργασίας κάποιου
bei
ihm - στο σπίτι του
(
+ δοτική
)
κατά
, κατά τη
διάρκεια
bei
Nacht -
κατά τη διάρκεια
της νύχτας
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.